Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015
Το ταξίδι του Οδυσσέα
Οι κοινωνίες, αιώνες τώρα, φτιάχνουν ρόλους για τον καθένααπό μας. Κάποιες μικρές κοινωνίες, ίσως περισσότερο από άλλες. Ο άντρας, ο πατέρας, ο οικογενειάρχης. Φτιάχνουν και το έργο που θα παιχτούν αυτοί οι ρόλοι· ο γάμος, ο θεσμός της οικογένειας. Κι είμαστε όλοι σίγουροι πως κάποια στιγμή της ζωής μας θα παίξουμε το ρόλο μας με επιτυχία.
Μες τη βιασύνη και χωρίς να το καλοσκεφτούν, κάποιοι από μας παίρνουν αυτούς τους ρόλους χωρίς να είναι σε θέση να τους ενσαρκώσουν· ούτε καν να τους υποδυθούν. Οι άλλοι γύρω δεν τους αποθαρρύνουν." Δεν πειράζει , καλά είναι… Αφού βρέθηκε η ευκαιρία, να κάνει και οικογένεια. Μόνος του θα έμενε; Ποιος θα τον φροντίζει μετά ;" Κι αργότερα, "δεν πειράζει κόρη μου, έτσι εν’οι αδρώποι!..."
Και έτσι σ’ ένα άγνωστο γι αυτούς έργο, μένουν με το με το προσωπείο στο χέρι και κρύβουν πίσω απ’ αυτό όλες τους τις ανεπάρκειες και ψυχολογικές διαταραχές. Απ’ τους πολλούςμόνο τις κρύβουν. Γιατί αυτοί που ζουν μαζί τους, ξέρουν. Στην αρχή νομίζουν πως μπόρα είναι θα περάσει. Ελπίζουν πως τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα κι έτσι δε φεύγουν. Μετά πείθονται πως αυτοί φταίνε, και πάλι δε φεύγουν. Με τον καιρό συνηθίζουν και δε φεύγουν ποτέ. Γιατί η βία, που υπάρχει συνήθως σε τέτοιες καταστάσεις, δεν προκαλεί μόνο σωματικά τραύματα. Έχει και παράπλευρες απώλειες στις ψυχές των ανθρώπων. Τις τραυματίζει ανεπανόρθωτα, τις αφήνει ανάπηρες. Και ψυχές με δεκανίκια, δεν μπορούν πια να τρέξουν να φύγουν.
Κάπως έτσι τελειώνει και το ταξίδι του Οδυσσέα, ένα μεσημέρι του Οκτώβρη, στην αυλή του σπιτιού του σ’ ένα χωριό της Λεμεσού. Είναι δεκαεννιά χρόνων, εθνοφρουρός. Τον κάλεσε η πατρίδα κι αυτός πρόθυμα πήγε. Δεν επικαλέστηκε αιτίες κι αφορμές για να μην πάει. Δεν είναι πια παιδί, μεγαλώνει και το ξέρει. Θέλει να επιστρέψει με το αυτοκίνητο στη μονάδα του.
Ο πατέρας- παιδί δε δέχεται να του παίρνουν τα πράγματα του. Αρνήθηκε. Βυθισμένος στο άρρωστο εγώ του, δεν πρόσεξε πως το παιδί μεγάλωσε. Αυτός δε μεγάλωσε ποτέ αλλά μάλλον δεν το ξέρει. Όσο ήταν μικρά τα παιδιά ήταν πιο εύκολο να γίνεται πάντα το δικό του, αφού είναι ο πατέρας.
Η μητέρα κατάγεται από τη Ρουμανία, λέει η είδηση. Έφυγε πριν χρόνια από την άλλη βία κι ήρθε εδώ. Δε θέλει να φεύγει πάλι. Στέκει μπροστά και κρύβει με επιμέλεια την αλήθεια. Τις φωνές, τα ξεσπάσματα, τα πείσματα, τους καβγάδες. Κι αυτός νομίζει πως είναι η εξουσία του που κρατά την οικογένεια, αφού είναι ο άντρας.
Η καταιγίδα έρχεται αλλά το τοπίο είναι θολό και δε φαίνεται, παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά. Οι κοντινοί θεατές κάτι βλέπουν και ακούν κάθε μέρα, αλλά δεν ανακατεύονται στα οικογενειακά των άλλων.
Η μητέρα λείπει κι η γιαγιά κοιμάται. Ποιός θα μεσολαβήσει τώρα για να γίνει το δικό του; Είναι άντρας και πατέρας, έχει την εξουσία. Η ιδέα του κυνηγετικού έρχεται στο ταραγμένο του μυαλό. Είναι και γεμάτο. Δυο πυροβολισμοί ακούγονται κι ο Οδυσσέας πέφτει. Ο μεγάλος αδελφός δεν προλαβαίνει το κακό.
Για κάθε έγκλημα υπάρχει τιμωρία. Όμως ο δράστης εδώ, δεν είναι σε θέση να τιμωρηθεί ούτε από το νόμο ούτε από τις τύψεις του. Ακόμα κι αυτή τη φορά δεν κατάλαβε τίποτα. Ακόμα κι αυτή τη φορά άλλοι τιμωρήθηκαν. Ο Οδυσσέας που έφυγε. Ο Αλέξανδρος που έμεινε. Μόνος και με την εικόνα του φονικού να τον ακολουθεί . Η μητέρα που νόμιζε πως δεν έχει τίποτε να χάσει μένοντας εκεί κι έχασε το παιδί της.
Κι οι θεατές; Τρέχουν τώρα αλαφιασμένοι να δηλώσουν στα κανάλια τί έπρεπε να είχε γίνει.
Το κείμενο αυτό, δεν το έχω γράψει εγώ, αλλά μια φίλη εκπαιδευτικός που επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμη.
Δεν μπορούσα να μην το μοραστώ μαζί σας...
Θέκλα Πετρίδου